- ξενίτεμα
- το [ξενιτεύομαι]ξενιτεμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκπατρισμός — ο 1. εκτόπιση, εκτοπισμός, απέλαση. 2. ξενιτεμός, ξενίτεμα, μισεμός: Ο εκπατρισμός των Ελλήνων στη Γερμανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)